Cavafis

CONSTANTINOS P. CAVAFIS

(Alejandría, Egipto, 1863 – 1933)

Textos originales

Mia nyxta [Una noche]

Ἡ κάμαρα ἦταν πτωχική καί πρόστυχη,

κρυμένη ἐπάνω ἀπό την ὕποπτη ταβέρνα.

Ἀπ’ τό παράθυρο φαίνονταν τό σοκάκι,

τό ἀκάθαρτο καί τό στενό. Ἀπό κάτω

ἤρχονταν ἡ φωνές κάτι ἐργατῶν

πού ἔπαιζαν χαρτιά καί πού γλεντοῦσαν.

 

Κ’ ἐκεῖ στό λαϊκό, τό ταπεινό κρεββάτι

εἶχα τό σῶμα τοῦ ἔρωτος, εἶχα τά χείλη

τά ἡδονικά καί ρόδινα τῆς μέθης –

τά ρόδινα μιᾶς τέτοιας μέθης, πού καί τώρα

πού γράφω, ἔπειτ’ ἀπό τόσα χρόνια!,

μές στό μονῆρες σπίτι μου, μεθῶ ξανά.

[1915]

 

Ἐπέστρεφε [Vuelves]

Ἐπέστρεφε συχνά καί παῖρνε με,

ἀγαπημένη αἴσθησις ἐπέστρεφε καί παῖρνε με –

ὅταν ξυπνᾶ τοῦ σώματος ἡ μνήμη,

κ’ ἐπιθυμία παληά ξαναπερνᾶ στό αἷμα·

ὅταν τά χείλη καί τό δέρμα ἐνθυμοῦνται,

κ’ αἰσθάνονται τά χέρια σάν ν’ ἀγγίζουν πάλι.

 

Ἐπέστρεφε συχνά καί παῖρνε με τήν νύχτα,

ὅταν τά χείλη καί τό δέρμα ἐνθυμοῦνται…

[1912]

 

Ἰθάκη [Ítaca]

Σά βγεῖς στόν πηγαιμό γιά τήν Ἰθάκη,

νά εὔχεσαι νἆναι μακρύς ὁ δρόμος,

γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.

Τούς Λαιστρυγόνας καί τούς Κύκλωπας,

τόν θυμωμένο Ποσειδῶνα μή φοβᾶσαι,

τέτοια στόν δρόμο σου ποτέ σου δέν θά βρεῖς,

ἄν μέν’ ἡ σκέψις σου ὑψυλή, ἄν ἐκλεκτή

συγκίνησις τό πνεῦμα καί τό σῶμα σου ἀγγίζει.

Τούς Λαιστρυγόνας καί τούς Κύκλωπας,

τόν ἄγριο Ποσειδῶνα δέν θά συναντήσεις,

ἄν δεν τούς κουβανεῖς μές στήν ψυχή σου,

ἄν ἡ ψυχή σου δέν τούς στήνει ἐμπρός σου.

 

Νά εὔχεσαι νἆναι μακρύς ὁ δρόμος.

Πολλά τά καλοκαιρινά πρωϊά νά εἶναι

πού μέ τί εὐχαρίστησι, μέ τί χαρά

θά μπαίνεις σέ λιμένας πρωτοειδωμένους·

νά σταματήσεις σ’ ἐμπορεῖα Φοινικικά,

καί τές καλές πραγμάτειες ν’ ἀποκτήσεις,

σεντέφια καί κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ ἔβενους,

καί ἡδονικά μυρωδικά κάθε λογῆς,

ὅσο μπορεῖς πιό ἄφθονα ἡδονικά μυρωδικά·

σέ πόλεις Αἰγυπτιακές πολλές νά πᾶς,

νά μάθεις καί νά μάθεις ἀπ’ τούς σπουδασμένους.

 

Πάντα στόν νοῦ σου νἄχεις τήν Ἰθάκη.

Τό φθάσιμον ἐκεῖ εἶν’ ὁ προορισμός σου.

Ἀλλά μή βιάζεις τό ταξεῖδι διόλου.

Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·

καί γέρος πιά ν’ ἀράξεις στό νησί,

πλούσιος μέ ὅσα κέρδισες στόν δρόμο,

μή προσδοκῶντας πλούτη νά σέ δώσει ἡ Ἰθάκη.

 

Ἡ Ἰθάκη σ’ ἔδωσε τ’ ὡραίο ταξεῖδι.

Χωρίς αὐτήν δέν θἄβγαινες στόν δρόμο.

Ἄλλα δέν ἔχει νά σέ δώσει πιά.

 

Κι ἄν πτωχική τήν βρεῖς, ἡ Ἰθάκη δέν σέ γέλασε.

Ἔτσι σοφός πού ἔγινες, μέ τόση πεῖρα,

ἤδη θά τό κατάλαβες ἡ Ἰθάκες τί σημαίνουν.

[1911]

Sugerencias

Por los años en que Cavafis va discretamente desarrollando su obra (tal vez todos sus poemas sean un solo poema sobre el tiempo), más al norte, ocurren dos hechos sustanciales para la poesía. Por una parte, Apollinaire escribe «Zona» (o si prefiere «Suburbio»), largo poema en el que poeta francés entremezcla tiempos y lugares en un esfuerzo cercano a la pintura cubista. Al otro lado del canal, unos años más tarde, Eliot publica ese conjunto de voces que se entretejen en La tierra baldía. Es curioso observar cómo Cavafis desarrolla las mismas asociaciones (voces, lugares, tiempos) pero no en un poema sino a lo largo de su obra.

En este enlace se puede encontrar la letra que Lluis Llach cantó en su versión de Ítaca. Se pueden apreciar cambios importantes: se suprimen algunas referencias y se añaden dos partes más. El lector podrá, tal vez, encontrar sentidos a tales variaciones:

http://www.lluisllach.cat/espanol/itaca.htm